Ένας τύπος βρίσκεται σε μια ταβέρνα και πίνει όλη την νύχτα. Ο μαγαζάτορας, κάποια στιγμή του λέει ότι πρέπει να φύγει επειδή το μαγαζί θα κλείσει. Έτσι, ο πελάτης σηκώνεται για να φύγει και πέφτει φαρδύς πλατύς, με τα μούτρα στο πάτωμα. Προσπαθεί να ξανασηκωθεί αλλά συμβαίνει το ίδιο. Σκάει με το πρόσωπο στο δάπεδο. Υποθέτει ότι αν συρθεί μέχρι έξω και τον χτυπήσει ο δροσερός αέρας, τότε θα καταφέρει να συνέλθει λιγάκι.
Όταν έφτασε έξω από το μαγαζί, κάνει ακόμη μια προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του και σκάει και πάλι στον δρόμο. Αποφασίζει να πάει μπουσουλώντας στα τέσσερα μέχρι το σπίτι του, που βρίσκεται τρία τετράγωνα παρακάτω. Όταν φτάνει έξω από την πόρτα, σηκώνεται και στηρίζεται στα πόδια του αλλά και πάλι σκάει ανάσκελα στην άσφαλτο.
Μέσα στο σκοτάδι, ανοίγει την πόρτα και σέρνεται μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Φτάνοντας δίπλα στο κρεβάτι του, στερεώνεται με τα χέρια του στο πλάι του κρεβατιού και για λίγο ισορροπεί στα πόδια του πριν σωριαστεί στο κρεβάτι και πέφτει ξερός για ύπνο όταν το κεφάλι του ακουμπά στο μαξιλάρι. Ξυπνά την επόμενη μέρα με την γυναίκα του να στέκεται από πάνω του και να του φωνάζει:
- "Ώστε, έτσι, ε; Πάλι ήσουν έξω εχτές και μπεκρούλιαζες!!!"
- "Μα, αγάπη μου, τι σε κάνει να το λες αυτό;" την ρωτάει παίρνοντας ένα αθώο ύφος.
- "Τι με κάνει να το λέω αυτό, ε; Έχεις το θράσος να με ρωτάς! Τηλεφώνησαν από την ταβέρνα και είπαν ότι έχεις ξεχάσει το αναπηρικό σου καροτσάκι εκεί."
Όταν έφτασε έξω από το μαγαζί, κάνει ακόμη μια προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του και σκάει και πάλι στον δρόμο. Αποφασίζει να πάει μπουσουλώντας στα τέσσερα μέχρι το σπίτι του, που βρίσκεται τρία τετράγωνα παρακάτω. Όταν φτάνει έξω από την πόρτα, σηκώνεται και στηρίζεται στα πόδια του αλλά και πάλι σκάει ανάσκελα στην άσφαλτο.
Μέσα στο σκοτάδι, ανοίγει την πόρτα και σέρνεται μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Φτάνοντας δίπλα στο κρεβάτι του, στερεώνεται με τα χέρια του στο πλάι του κρεβατιού και για λίγο ισορροπεί στα πόδια του πριν σωριαστεί στο κρεβάτι και πέφτει ξερός για ύπνο όταν το κεφάλι του ακουμπά στο μαξιλάρι. Ξυπνά την επόμενη μέρα με την γυναίκα του να στέκεται από πάνω του και να του φωνάζει:
- "Ώστε, έτσι, ε; Πάλι ήσουν έξω εχτές και μπεκρούλιαζες!!!"
- "Μα, αγάπη μου, τι σε κάνει να το λες αυτό;" την ρωτάει παίρνοντας ένα αθώο ύφος.
- "Τι με κάνει να το λέω αυτό, ε; Έχεις το θράσος να με ρωτάς! Τηλεφώνησαν από την ταβέρνα και είπαν ότι έχεις ξεχάσει το αναπηρικό σου καροτσάκι εκεί."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου