(Ιστορικό αρχαιολογικό παρακαλώ στο ΕΚΠΑ)
σωρός αρσενικό < αρχαία ελληνική σωρός
σύνολο από πράγματα που είναι συγκεντρωμένα αλλά τοποθετημένα άτακτα
συνώνυμα: στοίβα
σορός θηλυκό < αρχαία ελληνική σορός
1. το σώμα του νεκρού (όπως έχει προετοιμαστεί για ταφή ή αποτέφρωση)
πχ. Η σορός του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Κολομβιανού συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος απεβίωσε την Μεγάλη Πέμπτη, αποτεφρώθηκε ήδη, όπως ανακοίνωσε ο πρεσβευτής του Μεξικού.
συνώνυμα: λείψανο
2.το φέρετρο στο οποίο έχουν τοποθετήσει μια σορό (1)
συνώνυμα: κάσα
συνώνυμα: κάσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου